συνίμεν

From LSJ

Φιλόπονος ἴσθι καὶ βίον κτήσῃ καλόν → Si non laboris te piget, vives bene → Sei arbeitsam, dann hast du reichlich Lebensgut

Menander, Monostichoi, 527

French (Bailly abrégé)

inf. épq. de σύνειμι².

Greek Monotonic

συνίμεν: Επικ. αντί συνιέναι, απαρ. του σύνειμι (εἶμι, Λατ. ibo).

Russian (Dvoretsky)

συνίμεν: эп. inf. к σύνειμι II.