συναμφότερος

From LSJ

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66

German (Pape)

[Seite 999] α, ον, beide zusammen, von beiderlei Art, jeder von beiden; Plat. Lys. 250 c Conv. 209 b u. öfter; Dem. 2, 14; gew. im plur., beide zugleich; Theogn. 818; Her. 1, 147. 3, 97. 8, 46; Plat. Rep. VII, 534; Sp. öfter, Dionys. 5 (V, 81), Pol. 3, 46, 1.

Greek Monolingual

-έρα, -ον, ΜΑ
1. συν. στον πληθ. συναμφότεροι, -αι, -α
και οι δύο μαζί (α. «τί πωλεῖς σαυτὴν ἢ τὰ ῥόδα ἠὲ συναμφότερα;», Ανθ. Παλ.
β. «συναμφοτέρους μοῖρα λάβοι θανάτου», Θέογν.)
2. (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) τὸ συναμφότερον, τὰ συναμφότερα
α) και τα δύο μαζί ή και οι δύο μαζίπάνυ δὴ ἀσπάζεται τὸ ξυναμφότερον», Πλάτ.)
β) μαθημ. το άθροισμα δύο πραγμάτων
(

Russian (Dvoretsky)

συναμφότερος: (преимущ. pl.) и тот и другой, оба вместе Her., Plat. etc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-αμφότερος -α -ον elk van beide tezamen; plur. beide partijen tezamen.