συναναζητώ

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

Greek Monolingual

-έω, Α
αναζητώ κάποιον ή κάτι σε συνεργασία με άλλον.