συνανακρίνω
From LSJ
English (LSJ)
[ῑ], examine together with, Arist.Fr.447.
Russian (Dvoretsky)
συνανακρίνω: (ῑ) вместе исследовать Arst.
Greek (Liddell-Scott)
συνανακρίνω: [ῑ], ἀνακρίνω ὁμοῦ, Ἀριστ. Ἀποσπ. 407, Θεόδ. Στουδ. σ. 460Β, κλπ. ― Ἴδε Π. Σ. Φωτιάδου Συμβολὰς εἰς τὸ Ἀττικὸν Δίκαιον ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. ΙΓ΄, σ. 52. κἑξ.
Greek Monolingual
ΜΑ
1. ανακρίνω κάποιον μαζί με άλλον
2. διεξάγω ανακρίσεις για περισσότερα από ένα θέματα ταυτόχρονα.