συνανακρίνω

From LSJ

Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνανακρίνω Medium diacritics: συνανακρίνω Low diacritics: συνανακρίνω Capitals: ΣΥΝΑΝΑΚΡΙΝΩ
Transliteration A: synanakrínō Transliteration B: synanakrinō Transliteration C: synanakrino Beta Code: sunanakri/nw

English (LSJ)

[ῑ], examine together with, Arist.Fr.447.

Russian (Dvoretsky)

συνανακρίνω: (ῑ) вместе исследовать Arst.

Greek (Liddell-Scott)

συνανακρίνω: [ῑ], ἀνακρίνω ὁμοῦ, Ἀριστ. Ἀποσπ. 407, Θεόδ. Στουδ. σ. 460Β, κλπ. ― Ἴδε Π. Σ. Φωτιάδου Συμβολὰς εἰς τὸ Ἀττικὸν Δίκαιον ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. ΙΓ΄, σ. 52. κἑξ.

Greek Monolingual

ΜΑ
1. ανακρίνω κάποιον μαζί με άλλον
2. διεξάγω ανακρίσεις για περισσότερα από ένα θέματα ταυτόχρονα.