συναναφαίνομαι
From LSJ
ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
French (Bailly abrégé)
se montrer, paraître ensemble.
Étymologie: σύν, ἀναφαίνομαι.
Greek (Liddell-Scott)
συναναφαίνομαι: Παθητ., ἀναφαίνομαι ὁμοῦ μετά τινος, Δημήτρ. Φαληρ. § 6, Λουκ. π. Ὀρχ. 7, κτλ.
Russian (Dvoretsky)
συναναφαίνομαι: вместе показываться, одновременно появляться (τινι Luc.).