συνεπιλέγω
From LSJ
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
English (LSJ)
A utter in addition, τὸν λόγον τοῦτον PMag.Par.1.1037.
2 Med., read over together, Hld.10.13.
Spanish
Greek Monolingual
ΜΑ ἐπιλέγω
λέω κάτι επί πλέον
αρχ.
μέσ. συνεπιλέγομαι
διαβάζω από κοινού ή συγχρόνως.
Léxico de magia
añadir además una fórmula ἐὰν πως βραδύνῃ, συνεπίλεγε τὸν λόγον τοῦτον ὕστερον τῆς θεολογίας si se retrasa, añade además esta fórmula después de la invocación al dios P IV 1036