συνημμένος

From LSJ

τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
βλ. συνάπτω.

Russian (Dvoretsky)

συνημμένος: part. pf. pass. к συνάπτω.