συνθορυβώ

From LSJ

πᾶσιν ἡμῖν κατθανεῖν ὀφείλεται → death is a debt which every one of us must pay

Source

Greek Monolingual

-έω, ΜΑ
1. κάνω θόρυβο μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο
2. (κατ' επέκτ.) χειροκροτώ ή, επευφημώ μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + θορυβῶ (< θόρυβος)].