συνώδοντα

From LSJ

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source

Greek (Liddell-Scott)

συνώδοντα: τά, ἀδόκιμος τύπος τοῦ συνόδοντα παρὰ τῷ Αἰλ. π. Ζ. 11. 37.