συρμαίη

From LSJ

Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down

Sophocles, Electra, 119-120

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
ion. c. συρμαία.

Russian (Dvoretsky)

συρμαίη: ἡ ион. = συρμαία.