συσκηνητήρ
From LSJ
ἂν βούλησθε ἀκούειν καί μοι περιουσία ᾖ τοῦ ὕδατος → if you care to hear and if the water in the water-clock holds out, if you care to hear and if I have time enough for speaking
Greek (Liddell-Scott)
συσκηνητήρ: ῆρος, ὁ, ὁ συνδιαιτώμενος, συνδαιτυμών, ὁμοτράπεζος· θηλ. -ήτρια, Ἀριστοφ. Θεσμ. 624.
Greek Monolingual
-ῆρος, ο, θηλ. συσκηνήτρια Α
συνδαιτυμόνας, ομοτράπεζος («καὶ τίς σοὐστὶ συσκηνήτρια;», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συσκηνῶ + επίθημα -τήρ (πρβλ. κινητήρ)].