συχνόμετρο

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source

Greek Monolingual

το, Ν
(ηλεκτρολ.) όργανο που χρησιμοποιείται για την μέτρηση της συχνότητας τών εναλλασσόμενων ρευμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συχνός + μέτρο].