συχνόμετρο

From LSJ

Νικᾷ παλαιὰς χάριτας ἡ νέα χάρις → Officia vetera vincit officium novum → Die neue Gunst besiegt den alten Gunsterweis

Menander, Monostichoi, 386

Greek Monolingual

το, Ν
(ηλεκτρολ.) όργανο που χρησιμοποιείται για την μέτρηση της συχνότητας τών εναλλασσόμενων ρευμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συχνός + μέτρο].