σφάλτης
From LSJ
Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein
English (LSJ)
σφάλτου, ὁ, one who trips up or one who throws down, Lyc.207.
German (Pape)
ὁ, der zum Fallen bringt, umwirft, Lycophr. 207.
Greek (Liddell-Scott)
σφάλτης: -ου, ὁ, ὁ ἀνατρέπων ἢ καταρρίπτων, Λυκόφρ. 207. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 491.
Greek Monolingual
ὁ, Α σφάλλω, αυτός που ανατρέπει ή καταρρίπτει.