σφαιροθεσία

English (LSJ)

ἡ, position on the celestial sphere, Sch.Arat. 147.

Greek (Liddell-Scott)

σφαιροθεσία: ἡ, θέσις ἀστρονομική, Σχόλ. εἰς Ἄρατ. 147

Greek Monolingual

ἡ, Α
θέση στην ουράνια σφαίρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφαῖρα + -θεσία (< -θέτης < τίθημι), πρβλ. ὁριοθεσία].