σφιγκτά

From LSJ

γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετροςregion more fitting to beasts than men

Source

Russian (Dvoretsky)

σφιγκτά: adv. плотно, тесно (περιπλόμενός τινι Anth.).