Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σφουρδάκλα

From LSJ

Κακῷ σὺν ἀνδρὶ μηδ' ὅλως ὁδοιπόρει → Hominem malignum nec viae comitem cape → Nimm einen Schurken nie zum Wegbegleiter dir

Menander, Monostichoi, 302

Greek Monolingual

και σφουρδακύλα, η, Ν
βοτ. κοινή ονομασία πολλών ειδών του γένους φυτών ρανούγκουλος, αλλ. βατραχοβότανο, ζοχαδόχορτο κ.α.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ονομασίες του φυτού διαλ. προέλευσης].