σφυρόομαι

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφῠρόομαι Medium diacritics: σφυρόομαι Low diacritics: σφυρόομαι Capitals: ΣΦΥΡΟΟΜΑΙ
Transliteration A: sphyróomai Transliteration B: sphyroomai Transliteration C: sfyroomai Beta Code: sfuro/omai

English (LSJ)

Pass., to have buskins on, ἐθέλει γὰρ ὁ θεὸς ὀρθὸς ἐσφυρωμένος διὰ μέσου βαδίζειν Carm.Pop.7 (ἐσφυδωμένος cj. Meineke).

Greek (Liddell-Scott)

σφῠρόομαι: Παθ., φορῶ κοθόρνους περὶ τὰ σφυρά, τὸ ῥῆμα τοῦτο εὕρηται ἔν τινι ᾠδῇ τῶν Ἰθυφάλλων (Bgk. εἰς Ἕλλ. Λυρ. 879) παρ’ Ἀθην. 622C, ἐθέλει γὰρ ὁ θεὸς ὀρθὸς ἐσφυρωμένος διὰ μέσου βαδίζειν, ἔνθα ὁ Meineke προτείνει ἐσφυδωμένος.