σφύρνα

From LSJ

Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches

Menander, Monostichoi, 173

Greek Monolingual

η, Ν
ζωολ. γένος σελάχιων χονδροϊχθύων της οικογένειας σφυρνίδες, γνωστό είδος του οποίου είναι η Sphyrna zygaena, κν. πατερίτσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. αντί του σφύραινα με αποβολή του -αι-].