πατερίτσα

From LSJ

Ἱερὸν ἀληθῶς ἐστιν ἡ συμβουλία → Consilia dare, res prorsus et vere sacra est → Ein Heiligtum ist in der Tat ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 256

Greek Monolingual

η
1. μπαστούνι που χρησιμοποιούν οι χωλοί στηρίζοντάς την στη μασχάλη, αλλ. δεκανίκι
2. η ποιμαντορική ράβδος τών αρχιερέων
3. ζωολ. κοινή ονομασία σελάχιων χονδριχθύων, ιδίως του είδους Sphyrna zygaena.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατέρα + υποκορ. κατάλ. -ίτσα, ενώ κατ' άλλους < πατερίκα (κατά τα υποκορ. σε -ίτσα) < πατερική (ενν. ράβδος). Οι καρχαρίες ονομάστηκαν έτσι επειδή έχουν κεφάλι σε σχήμα Τ σαν την πατερίτσα].