ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
opt. ao.2 Act. de ἔχω.
σχοίην: ευκτ. αορ. βʹ του ἔχω.
σχοίην: aor. 2 opt. к ἔχω.
σχοίην opt. them. aor. act. van ἔχω.