σωμασκῶ

From LSJ

παραβλύζειν τοῦ οἴνου ἐν τῷ ὕπνωdisgorge wine in one's sleep, belch a bit of wine in one's sleep

Source

Mantoulidis Etymological

(=γυμνάζω τό σῶμα). Ἀπό τό σῶμα + ἀσκῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη σῶμα.