σωτρόπι

From LSJ

τὸν καπνὸν φεύγων εἰς τὸ πῦρ ἐνέπεσεν → out of the frying pan into the fire, from the frying pan into the fire

Source

Greek Monolingual

το, Ν
ναυτ. το εσωτρόπιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εσωτρόπι(ον) (< έσω + τρόπις), με σίγηση του αρκτικού άτονου ε-].