εσωτρόπιο

From LSJ

θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → it is grasped only by means of an ignorance superior to intellection, it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Source

Greek Monolingual

και σωτρόπι, το
ναυτ. η δεύτερη εσωτερική τρόπιδα (καρίνα) που τοποθετείται για ενίσχυση της κανονικής, εσωτερικής τρόπιδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έσω + τρόπις. Πρόκειται για απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. carlingue). Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].