σύλλαβος

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129

German (Pape)

[Seite 975] ὁ, = σίττυβος, σίλλυβος, Büchertitel, Cic. Att. 4, 4, zw.

Greek Monolingual

ο, ΝΜ
νεοελλ.
(στη Δυτική Εκκλησία) κατάλογος που περιέχει τις διάφορες αιρέσεις
μσν.
πίνακας ονομάτων, ευρετήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. syllabus, -i «κατάλογος»].