σύλλιθος

From LSJ

πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένοςexcept for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύλλῐθος Medium diacritics: σύλλιθος Low diacritics: σύλλιθος Capitals: ΣΥΛΛΙΘΟΣ
Transliteration A: sýllithos Transliteration B: syllithos Transliteration C: syllithos Beta Code: su/lliqos

English (LSJ)

σύλλιθον, paved, τόπος Hippiatr.52.

Greek Monolingual

-ον, Α
φρ. «σύλλιθος τόπος» — χώρος στρωμμένος με πέτρα, λιθόστρωτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + λίθος.