τέκταινα
From LSJ
χωρὶς ὑγιείας βίος ἄβιος ἐστί → without health life is no-life, without health life is unlivable
English (LSJ)
ἡ, fem. of τέκτων, Hes.Th.ap.Chrysipp.Stoic.2.257; γείνεό μοι τέκταινα βίου Call.Fr.anon.290, cf. Eust.1129.20.
German (Pape)
[Seite 1083] ἡ, fem. zu τέκτων, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
τέκταινα: ἡ, θηλυκ. τοῦ τέκτων, Ποιητ. παρὰ Γαλην. Δογμ. Ἱππ. καὶ Πλάτ., Α. Β. 1199.
Greek Monolingual
ἡ, Α
βλ. τέκτονας.