τίλιο

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97

Greek Monolingual

το, Ν
1. το αφέψημα που παρασκευάζεται από άνθη και φύλλα της μικρόφυλλης φλαμουριάς, αλλ. λεπτόφυλλο φλαμούρι
2. το αφέψημα που παρασκευάζεται από άνθη και φύλλα της πλατύφυλλης φλαμουριάς, αλλ. πλατύφυλλο φλαμούρι
3. (φαρμ.) έγχυμα ανθέων διαφόρων ειδών φλαμουριάς, συνήθως της Tilia cordata και της Tilia platyphyllos, που περιέχει αιθέρια έλαια, βλεννώδεις και πικρές ουσίες καθώς και γλυκοσίδες φλαβονών και χρησιμοποιείται ως διαφορητικό, διουρητικό, αποχρεμπτικό και κατευναστικό υπό μορφή πώματος ή λουτρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tiglio < λατ. tilia «φιλύρα» < πτελέα.