ταινιοειδής
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
English (LSJ)
ταινιοειδές, ribbon-like, ἱμάς Hp.Art.47, cf. Thphr. HP 4.6.2.
Greek (Liddell-Scott)
ταινιοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς ταινίαν ἢ ἀνάδεσμον κεφαλῆς, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 813, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 6, 2.
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ
1. όμοιος με ταινία
2. φρ. «ταινιοειδής πυρήνας»
ανατ. το προτείχισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταινία + -ειδής].