τάλαντο
τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.
Greek Monolingual
το / τάλαντον, ΝΜΑ
(στην αρχ.) μονάδα βάρους ή νομισματική μονάδα, η οποία χρησιμοποιήθηκε κατά την αρχαιότητα και ποίκιλλε κατά τόπους και εποχές (α. «ἐποίησε [ὁ Σόλων] σταθμὰ πρὸς τὸ νόμισμα τρεις καὶ ἑξήκοντα μνᾱς τὸ τάλαντον ἀγούσας», Αριστοτ.
β. «πορευθεὶς δὲ ὁ τὰ πέντε τάλαντα λαβὼν εἰργάσατο», ΚΔ)
νεοελλ.
φυσικό χάρισμα, ταλέντο
αρχ.
1. ζυγαριά, πλάστιγγα
2. ορισμένος φόρος, τον οποίο κατέβαλλε κανείς για να χρησιμοποιήσει τα δημόσια σταθμά της δημόσιας ζυγαριάς
3. καθετί που ζυγίζεται, που έχει βάρος
4. ορισμένο βάρος χρυσού («δέκα χρυσοῖο τάλαντα», Ομ. Ιλ.)
5. στον πληθ. τὰ τάλαντα
(ιδίως σε ό,τι αφορά τη Δικαιοσύνη και τον Δία) οι δίσκοι της πλάστιγγας («ἐπὴν κλίνησι τάλαντα Ζεύς» — όταν ο Ζευς επιφέρει μεταβολή στην έκβαση της μάχης, Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. τάλαντον ανάγεται στη δισύλλαβη μορφή τελᾱ- της ΙΕ ρίζας tel- «σηκώνω, ζυγίζω», με συνεσταλμένα και τα δύο φωνήεντα (βλ. και λ. τάλας) και, κατά μία άποψη, έχει σχηματιστεί κατά τις μτχ. σε -ντ (βλ. και λ. τάλας). Αξιοσημείωτη είναι η διατήρηση στη λ. τάλαντον της κυριολεκτικής σημ. «σηκώνω, ζυγίζω» της ρίζας (πρβλ. τάλαρος). Η νεοελλ. σημ. της λ. «φυσικό χάρισμα» έχει προέλθει από τη σημ. του ιταλ. talento (πρβλ. ταλέντο)].