ταλιαμάς

From LSJ

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384

Greek Monolingual

και νταλιαμάς, ο, Ν
ναυτ. το πρόσθιο μέρος της στείρας τών πλοίων, αυτό που βρίσκεται στην περιοχή της ίσαλης γραμμής και σχίζει το νερό, αλλ. τάλκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tagliamare «ξύλο της πλώρης»].