ταξιθέτηση
From LSJ
κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre
Greek Monolingual
η, Ν ταξιθετώ
1. η ενέργεια του ταξιθετώ, τακτοποίηση, ταξινόμηση
2. (οικον.) (στην οργάνωση επιχειρήσεων) τοποθέτηση σε ορισμένο χώρο πραγμάτων που έχουν ήδη ταξινομηθεί.