ταξιθέτηση

Greek Monolingual

η, Ν ταξιθετώ
1. η ενέργεια του ταξιθετώ, τακτοποίηση, ταξινόμηση
2. (οικον.) (στην οργάνωση επιχειρήσεων) τοποθέτηση σε ορισμένο χώρο πραγμάτων που έχουν ήδη ταξινομηθεί.