ταξιθετώ

From LSJ

Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.

Source

Greek Monolingual

Ν ταξιθέτης
1. τοποθετώ στην κατάλληλη θέση, τακτοποιώ, ταξινομώ
2. (σχετικά με χώρους δημόσιων θεαμάτων) είμαι ταξιθέτης.