ταξιθετώ

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252

Greek Monolingual

Ν ταξιθέτης
1. τοποθετώ στην κατάλληλη θέση, τακτοποιώ, ταξινομώ
2. (σχετικά με χώρους δημόσιων θεαμάτων) είμαι ταξιθέτης.