ταπεινῶς
From LSJ
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
French (Bailly abrégé)
adv.
humblement, particul. pauvrement ; en parl. du style bassement;
Cp. ταπεινότερον.
Étymologie: ταπεινός.
Russian (Dvoretsky)
τᾰπεινῶς:
1 слабо, ничтожно: τ. πράττειν Isocr. быть слабым;
2 низко, раболепно, угодливо (ζῆν Isocr.; ὁμιλεῖν Arst.);
3 пошло, вульгарно (λέγειν Arst.).