σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity
inf. ao.2 Pass. épq. de τέρπω.
see τέρπω.
ταρπήμεναι: и ταρπῆναι эп. inf. aor. 2 pass. к τέρπω.