ταυροθήρας

From LSJ

ὅνος λύρας ἀκούει κινῶν τά ὦτα → a donkey hears the lyre and wiggles its ears, caviar to the general

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
ζωολ. φυλή σκύλων, κν. μπουλ-τεριέ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταύρος + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»). Η λ. αποτελεί απόδοση στην ελλ. του αγγλ. bull-terrier και μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Πρωία].