ταυρολέτωρ

From LSJ

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source

Greek (Liddell-Scott)

ταυρολέτωρ: -ορος, ὁ, ὁ καταστρέφων, φονεύων ταύρους, λέων Μανασσ. Χρον. 252.

Greek Monolingual

-ορος, ὁ, ἡ, Μ
αυτός που αφανίζει, που καταστρέφει ταύρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -ολέτωρ (< ὄλλυμι, πρβλ. ὀλετήρ), πρβλ. παιδολέτωρ].