τειχεώτης

From LSJ

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354

Greek Monolingual

και τειχιώτης, ὁ, Μ
νυκτοφύλακας στρατιώτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος, τείχεος + κατάλ. -ώτης (πρβλ. ἡλικιώτης)].