τελμάτωση
From LSJ
Ὀργῆς χάριν τὰ κρυπτὰ μὴ ἐκφάνῃς φίλου → Arcana amici ne per iram prodito → Geheimnisse des Freunds verrate nicht im Zorn
Greek Monolingual
η, Ν τελματώνω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τελματώνω
2. μτφ. στασιμότητα, αποτελμάτωση.