τελμάτωση
From LSJ
ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general
Greek Monolingual
η, Ν τελματώνω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τελματώνω
2. μτφ. στασιμότητα, αποτελμάτωση.
ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general
η, Ν τελματώνω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τελματώνω
2. μτφ. στασιμότητα, αποτελμάτωση.