στασιμότητα
From LSJ
Greek Monolingual
η, Ν
1. η ιδιότητα του στάσιμου, το να παραμένει στάσιμο κάτι
2. στρ. η παραμονή αντίπαλων στατευμάτων σε ακινησία και απραξία, δηλαδή η μη εκτέλεση σημαντικών κινήσεων και επιχειρήσεων εκ μέρους τών αντιπάλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στάσιμος. Η λ., στον λόγιο τ. στασιμότης, μαρτυρείται από το 1845 στον Σ. Α. Κουμανούδη].