τεμπέλαρος

From LSJ

Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist

Menander, Monostichoi, 158

Greek Monolingual

ο, Ν
μεγάλος τεμπέλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεμπέλης + μεγεθ. κατάλ. -αρος (πρβλ. παίδαρος)].