τενθρηνώδης

From LSJ

πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν, οὐ γυναῖκ' ἔτι → a poor man getting rich turns his wife into his boss, not his wife any more

Source

German (Pape)

[Seite 1091] ες, = Vorigem; Hippocr.; Plut. Symp. 8, 3 mit σαθρόν u. πολύκενον vrbdn.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
percé de trous comme les alvéoles d'un guêpier.
Étymologie: τενθρήνη, -ωδης.

Russian (Dvoretsky)

τενθρηνώδης: ячеистый или пористый (πολύκενος καὶ τ. Plut.).