τερατισμός

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τερᾰτισμός Medium diacritics: τερατισμός Low diacritics: τερατισμός Capitals: ΤΕΡΑΤΙΣΜΟΣ
Transliteration A: teratismós Transliteration B: teratismos Transliteration C: teratismos Beta Code: teratismo/s

English (LSJ)

ὁ, = τέρας, Lyd.Ost.4 (pl.).

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
ουράνιο σημείο, τεράτισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέρας, -ατος + -ισμός, πιθ. μέσω αμάρτυρου τερατίζω].