τεσσαρακονταέτης

From LSJ

βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground

Source

German (Pape)

[Seite 1095] ὁ, u. τεσσαρακονταετής, ές, vierzigjährig, Hes. O. 443.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και θηλ. τεσσαρακονταέτις, -ιδος, Α
βλ. τεσσαρακονταετής.