τετανοπαθής

From LSJ

νὴ Δί᾿, ὦ [[φίλος|φίλη]] [[γύναι]], [[λέγω|λέγε]] → yes, dear lady, speak → yes, dear lady, do speak up

Source

Greek Monolingual

-ές, Ν
αυτός που πάσχει από τέτανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέτανος + -παθής (< πάθος)].