τετράχηλος

From LSJ

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source

Greek Monolingual

-ον, Α
τετράσχιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -χηλος (< χηλή «οπλή», πρβλ. δίχηλος].