ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law
-ον, Ατετράσχιστος.[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -χηλος (< χηλή «οπλή», πρβλ. δίχηλος].