τετρακινητήριος

From LSJ

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544

Greek Monolingual

-α, -ο, Ν
ο εφοδιασμένος με τέσσερεις κινητήρες («τετρακινητήριο αεροπλάνο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + κινητήρας + κατάλ. -ιος].