τετραχειρόποδες

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source

Greek Monolingual

οἱ, Μ
(ως ονομασία μυθικού λαού) αυτοί που έχουν τέσσερα χέρια και τέσσερα πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + χείρ, χειρός + πούς, ποδός].