τεύξομαι

From LSJ

οὔπω Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχειZeus has not yet turned his neck aside

Source

French (Bailly abrégé)

fut. de τυγχάνω.

Greek Monotonic

τεύξομαι:I. μέλ. του τυγχάνω.
II. Μέσ. μέλ. του τεύχω.

Russian (Dvoretsky)

τεύξομαι: fut. к τυγχάνω.