τηλικόνδε
From LSJ
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
German (Pape)
[Seite 1106] = τηλίκος; Soph. O. R. 1508 O. C. 1118, vgl. Ant. 723; Plat. oft τηλικόσδε ὤν, in solchem Alter, vgl. Apol. 25 d Soph. 234 e; auch τηλικοίδε γέροντες ἄνδρες, Crit. 49 a; Luc. Herc. 7.