τηλότερος
From LSJ
τυφὼς γὰρ ἐκβαίνειν παρασκευάζεται → a hurricane is getting ready to burst
English (LSJ)
Greek Monolingual
-έρα, -ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που βρίσκεται σε μεγαλύτερη απόσταση, πιο μακριά, πιο απομακρυσμένος.
επίρρ...
τηλοτέρω Α
σε μεγαλύτερη απόσταση, πιο μακριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τῆλε + κατάλ. -ό-τερος του συγκριτικού βαθμού (πρβλ. μακρ-ό-τερος)].
Russian (Dvoretsky)
τηλότερος: более дальний Anth.